αδωροδόκητος

αδωροδόκητος
-η, -ο (Α ἀδωροδόκητος, -ον) [δωροδοκῶ]
αυτός που δεν δωροδοκήθηκε ή δεν μπορεί να δωροδοκηθεί, αδέκαστος, αδιάφθορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀδωροδόκητος — incorruptible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδωροδόκητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε δωροδοκήθηκε, δεν εξαγοράστηκε: Ήταν ο μόνος που είχαν αφήσει αδωροδόκητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδωροδοκήτως — ἀδωροδόκητος incorruptible adverbial ἀδωροδόκητος incorruptible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδωροδόκητον — ἀδωροδόκητος incorruptible masc/fem acc sg ἀδωροδόκητος incorruptible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδωροδοκήτοις — ἀδωροδόκητος incorruptible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδωροδοκήτου — ἀδωροδόκητος incorruptible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδωροδοκήτους — ἀδωροδόκητος incorruptible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδωροδοκήτῳ — ἀδωροδόκητος incorruptible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδωροδόκητα — ἀδωροδόκητος incorruptible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδωροδόκητοι — ἀδωροδόκητος incorruptible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”